- δυσμέτρητον
- δυσμέτρητοςhard to measuremasc/fem acc sgδυσμέτρητοςhard to measureneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσμέτρητος — δυσμέτρητος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα μετριέται 2. φρ. «δυσμέτρητον πέλαγος» που δύσκολα ταξιδεύει κανείς σ αυτό … Dictionary of Greek